καχέσπερος

καχέσπερος
καχέσπερος, -ον (Μ)
αυτός που έχει κακή, σκοτεινή εσπέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καχ(ο)- (πρβλ. κακ[ο]-*) + -έσπερος (< ἕσπερος), με τροπή τού -κ- σε -χ- προ δασέος φθόγγου (πρβλ. ακρ-έσπερος, φιλ-έσπερος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”